- περιστεριδεύς
- περιστερ-ῐδεύς, έως, ὁ,A young pigeon, PCair.Zen. 354.5 (iii B. C.), etc. (misspelt περιστρ- PGrenf.2.14 (b) 4 (iii B. C.)), Sch.Ar.Ach.866, Eust.753.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιστεριδεύς — young pigeon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστεριδεῖς — περιστεριδεύς young pigeon masc acc pl περιστεριδεύς young pigeon masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστεριδέας — ο / περιστεριδεύς, έως, ΝΜΑ νεοσσός περιστεριού, περιστεράκι, πιτσούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αλεκτορ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] … Dictionary of Greek